- στομφῶδες
- στομφώδηςmasc/fem voc sgστομφώδηςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
έμφαση — η (AM ἔμφασις) 1. η δύναμη και ενάργεια τής εκφράσεως, έντονη έκφραση, υπογράμμιση 2. εκφραστική δύναμη 3. έντονο ή στομφώδες ύφος, έξαρση αρχ. 1. αντανάκλαση σε λεία επιφάνεια, εγκατόπτριση, ανταύγεια 2. εικόνα, ομοίωση 3. εξωτερική όψη,… … Dictionary of Greek
απαγγελία — H τέχνη που διδάσκει στον ηθοποιό τον τρόπο ομιλίας, αφήγησης, ανάγνωσης κλπ. πάνω στη σκηνή. Λέγεται επίσης και τέχνη του λόγου. Διακρίνεται σε τραγική, δραματική και κωμική. Για σωστή α. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα κάθε φορά… … Dictionary of Greek
μεγαλήγορος — η, ο (Α μεγαλήγορος, ον) 1. αυτός που κομπορρημονεί, καυχηματίας, κομπαστής 2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. επίρρ... μεγαληγόρως (Α) με κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψεδο ήγορος. Το… … Dictionary of Greek
μεγαληγορία — η (Α μεγαληγορία) [μεγαλήγορος] 1. καυχησιολογία, κομπασμός («μεγαληγορίαισι δ ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις», Ευρ.) 2. πολύ στομφώδες ύφος σε γραπτό ή προφορικό λόγο … Dictionary of Greek
μεγαληγορώ — (Α μεγαληγορῶ, έω) [μεγαλήγορος] λέγω μεγάλα λόγια, κομπάζω, καυχιέμαι νεοελλ. μεταχειρίζομαι στον λόγο μου στομφώδες ύφος αρχ. επαινώ, εγκωμιάζω («ἐπέστειλε τῇ τε συγκλήτῳ καὶ τῷ δήμῳ, τάς τε πράξεις μεγαληγορῶν», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek
ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… … Dictionary of Greek
ρητορικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού ρητορικού 2. ευχέρεια λόγου, ευγλωττία 3. το ρητορικό, δηλαδή, επιδεικτικό, στομφώδες, ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρητορικός. Η λ., στον λόγιο τ. ῥητορικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και… … Dictionary of Greek
ρητορισμός — ο, Ν [ρήτωρ, ορος] 1. ρητορικό, δηλαδή στομφώδες, ύφος («μιλούσε με ρητορισμό») 2. στον πληθ. οι ρητορισμοί τα ρητορικά σχήματα ή οι ρητορικές εκφράσεις («ο λόγος του ήταν γεμάτος ρητορισμούς») … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek